ἐρειοῦς
Look at other dictionaries:
ερεινούς — ἐρεινοῡς, ή, oῡv (Α) ο κατασκευασμένος από έριον, ο μάλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού από το ειρίνεος και ερειούς] … Dictionary of Greek
ερεούς — ἐρεοῡς ᾱ, oῡv (αντί ἐρέεος), και ἐρειοῡς, ᾱ, oῡv (Α) ο κατασκευασμένος από μαλλί, ο μάλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερέεος, με συναίρεση (< έριον)] … Dictionary of Greek